Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ζηνᾶν — Ζηνᾶ̱ν , Ζηνᾶς masc gen pl (doric aeolic) Ζηνᾶς masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηνᾶν — ζῆνος made of spelt masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)